- άνετος
- -η, -ο (Α ἄνετος, -ον) [ανίημι]αναπαυτικός, ξεκούραστος, βολικός, εύκολοςνεοελλ.1. (για ρούχα) όχι στενός, χαλαρός, ελαφρύς2. απερίσπαστος, ο χωρίς έγνοιες ή εμπόδιααρχ.1. (για ζώα) αμολητός, ελεύθερος2. ακόλαστος, ασύδοτος3. (για μέλη του σώματος) ξεκούραστος, χαλαρωμένος4. (για τα μαλλιά) λυτός, ελεύθερος5. (γη) αφιερωμένη στον θεό, ακαλλιέργητη6. (ημέρα) μη εργάσιμη, εορταστική.
Dictionary of Greek. 2013.